- αναπαυτήριος
- α, ο подходящий, пригодный, удобный для отдыха
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναπαυτήριος — ια, ιο (Α ἀναπαυτήριος και ἀναπαυστήριος και ιων. ἀμπαυστήριος, ον) [ἀναπαύω] 1. ο κατάλληλος για ανάπαυση 2. το ουδ. ως ουσ. το αναπαυτήριο(ν) α) τόπος για ανάπαυση, ησυχαστήριο β) σάλπισμα που παραγγέλλει σιγή και ύπνο, σιωπητήριο (στα αρχ.… … Dictionary of Greek
αναπαυτήριος — α, ο 1. ο κατάλληλος για ανάπαυση, αναπαυτικός (βλ. λ.). 2. το ουδ. ως ουσ., το αναπαυτήριο τόπος όπου κανείς αναπαύεται: Η εταιρεία είχε και αναπαυτήριο για τους υπαλλήλους της την ώρα της μεσημεριανής διακοπής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναπαυτήριον — ἀναπαυστήριος of masc/fem acc sg ἀναπαυστήριος of neut nom/voc/acc sg ἀναπαυτήριος of masc/fem acc sg ἀναπαυτήριος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπαυστήριος — ἀναπαυστήριος και ιων. ἀμπαυστήριος, ον (Α) βλ. αναπαυτήριος … Dictionary of Greek
αναπαυτήριο — το (Α ἀναπαυτήριον) βλ. αναπαυτήριος … Dictionary of Greek
αναπαύω — (Α ἀναπαύω και ποιητ. και ιων. ἀμπαύω) Ι. ενεργ. 1. απαλλάσσω κάποιον από τους κόπους, δίνω ανάπαυση, ξεκουράζω 2. ανακουφίζω, καταπραΰνω, ξαλαφρώνω 3. σκοτώνω κάποιον, τόν «βγάζω απ’ τη μέση» ΙΙ. μέσ. 1. διακόπτω σωματική ή πνευματική εργασία… … Dictionary of Greek